- αποσπειρω
- ἀποσπείρωἀπο-σπείρωвысевать, сеять
(τι ἐς τέν γῆν Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τι ἐς τέν γῆν Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποσπέρνω — (Α ἀποσπείρω) νεοελλ. τελειώνω τη σπορά αρχ. σπέρνω … Dictionary of Greek
σπείρω — ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α 1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ. β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.) 2. γονιμοποιώ,… … Dictionary of Greek